διανέμομαι

διανέμομαι
διανέμομαι, διανεμήθηκα, διανεμημένος βλ. πίν. 126

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταδιαιρώ — καταδιαιρῶ, έω (Α) 1. διαιρώ σε μέρη 2. διανέμω, μοιράζω 3. αναλύω 4. μέσ. καταδιαιροῡμαι, έομαι διανέμομαι μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • καταμείβομαι — (Α) διανέμομαι, μοιράζομαι μεταξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμείβομαι «ανταλλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • μετανέμομαι — (Μ) διανέμομαι, διαμοιράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + νέμομαι «μοιράζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προαποκληρούμαι — όομαι, Α διανέμομαι με κλήρο εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποκληροῦμαι «μοιράζομαι με κλήρο»] …   Dictionary of Greek

  • συμμερίζομαι — ΝΜΑ, και ως ενεργ. συμμερίζω ΜΑ [μερίζω / ομαι] μετέχω σε κάτι μαζί με άλλους, συμμετέχω (α. «συμμερίζομαι την αγανάκτησή σου» β. «οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «συμμερίζομαι τη γνώμη [ή την… …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”